- λείος
- -α, -ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον)1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.)2. στιλπνός, γυαλιστερός3. (για τη θάλασσα) ατάραχος, ακύμαντος, ήρεμος, γαλήνιος («εὐαέϊ τε πνεύματι χρησάμενος καὶ θαλάσσῃ λείῃ», Ηρόδ.)4. το ουδ. ως ουσ. το λείο(ν)η λειότητανεοελλ.1. (για άνεμο) αυτός που έχει σταθερή διεύθυνση και ένταση χωρίς αυξομειώσεις και ριπές, στρωτός, σε αντιδιαστολή με τον ριπαίο2. φρ. ανατ. α) «λείες μυϊκές ίνες» — μυϊκές ίνες που αποτελούνται από επιμήκη ατρακτοειδή κύτταρα με ραβδοειδή πυρήνα στο μέσον τουςβ) «λείοι μύες» — μύες που αποτελούνται από λείες ίνες, σχηματίζουν τα εσωτερικά όργανα τού σώματος και εκτελούν τις φυσικές λειτουργίεςαρχ.1. (για ύφασμα) αυτό που είναι ομαλό, που δεν έχει κεντήματα («λεῑον καὶ τὸ λεγόμενον εὐήτριον ὕφασμα», Πλάτ.)2. (για αγγείο) αυτό που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς ανάγλυφες παραστάσεις3. (για τόπο) α) πεδινόςβ) αυτός που δεν έχει πέτρες, ομαλός, επίπεδοςγ) αυτός που δεν έχει λόφους, βουνά («λεία χώρα καὶ ἄξυλος», Ξεν.)4. (για το πέλμα τών ποδιών) πλατύς5. αυτός που έχει επιδερμίδα χωρίς τρίχες, άτριχος («λειότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος», Αριστοτ.)6. αυτός που δεν έχει γένια, αμούστακος7. (για ψάρι) αυτό που δεν έχει λέπια («ἀλλ' οἱ μὲν πλεῑστοι αὐτῶν λεπιδωτοί εἰσιν... ἐλάχιστον δ' ἐστὶ πλῆθος αὐτῶν τὸ λεῑον», Αριστοτ.)8. ελαφρός9. μτφ. ήπιος, μαλακός, γλυκύς, ευχάριστος («λέγω δὲ καὶ τῶν φωνῶν τὰς λείας καὶ λαμπράς», Πλάτ.)10. αυτός που με την τριβή έχει κονιοποιηθεί11. το αρσ. ως ουσ. ὁ λεῑοςτο ψάρι γαλέος12. το ουδ. ως ουσ. ψιλή άμμος13. φρ. «λεία κίνησις»(φράση τής Κυρηναϊκής Σχολής) ηδονή.επίρρ...λείως (Α)1. ήσυχα, ήρεμα, ομαλά («ὁ δὲ οὕτω λείως... ἔρχεται ἐπὶ τὰς μαθήσεις... οἷον ἐλαίου ρεῡμα ἀψοφητὶ ῥέοντος», Πλάτ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «τελείως».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεῑος < *λειFος αντιστοιχεί στο λατ. levis < θ. levi-, που προήλθε είτε από θ. σε -u- (*leu-) είτε σε -ο- (*leo-). Η διαφορά αυτή λειF- ελληνικό αλλά lev- λατινικό δεν επιτρέπει να υποστηριχθεί με βεβαιότητα η αναγωγή και τών δύο σε ορισμένη ΙΕ ρίζα (βλ. και λίς, λιτός).ΠΑΡ. λειαίνω, λειότητα(-ης), λειώνωαρχ.λεία, λείαξ, λειώδης, λείωςνεοελλ.λ(ε)ιανός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λειοποιώ, λειοτριβής, λειόφλοιος, λειόφυλλοςαρχ.λειόβατος, λειογένειος, λειόγλωσσος, λειοκάρηνος, λειόκαυλος, λειοκόνιτος, λειοκύμων, λειόμερος, λειόμιτος, λειόστρακος, λειοσώματος, λειοτριχιώ, λειουργός, λείουρος, λειόχρωςμσν.λειοκυμαίνω, λειόπελμος, λειοπώγωννεοελλ.λειόθριξ, λειόσπερμος.
Dictionary of Greek. 2013.